Οι ωοθήκες είναι μέρος του γυναικείου συστήματος αναπαραγωγής. Υπάρχει μια ωοθήκη σε κάθε πλευρά της μήτρας.
Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι ένας κακοήθης όγκος στη μία ή και στις δύο ωοθήκες. Υπάρχουν δύο τύποι, ο επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών, που είναι ο πιο κοινός τύπος καρκίνου των ωοθηκών, και ο μη επιθηλιακός καρκίνος. Στη Νέα Νότια Ουαλία, υπάρχουν περίπου 450 περιπτώσεις καρκίνου των ωοθηκών κάθε χρόνο, γεγονός που τον κατατάσσει στη 10η πιο κοινή μορφή καρκίνου στις γυναίκες, με μέση ηλικία διάγνωσης τα 63 έτη.
Η αιτία εμφάνισης καρκίνου στις ωοθήκες είναι άγνωστη. Ωστόσο, οι ακόλουθοι παράγοντες αυξάνουν τις πιθανότητες μιας γυναίκας να αναπτύξει καρκίνο στις ωοθήκες: ηλικία, ιστορικό γέννησης παιδιών, ορμονικοί παράγοντες. Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ του καρκίνου των ωοθηκών και της πλούσιας σε λίπη διατροφής, της χρήσης ταλκ γύρω από την περιοχή των γεννητικών οργάνων, ή του ιού της παρωτίτιδας (μαγουλάδες).
Περίπου το 5% έως 10% των γυναικών στις οποίες γίνεται διάγνωση καρκίνου των ωοθηκών συνήθως έχουν οικογενειακό ιστορικό που αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης αυτής της μορφής καρκίνου.
Ο καρκίνος των ωοθήκων είναι συχνά στα πρώτα στάδια μια σιωπηλή ασθένεια, πράγμα που σημαίνει ότι πολλές γυναίκες δεν έχουν καθόλου συμπτώματα. Όταν εμφανιστούν τα συμπτώματα, συνήθως είναι ασαφή και μπορεί να περιλαμβάνουν οίδημα, πίεση, δυσφορία ή πόνο στην κοιλιά, καούρα, ναυτία ή φούσκωμα, αλλαγές στις συνήθειες επίσκεψης στην τουαλέτα, όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια και συχνουρία λόγω της πίεσης, κούραση και απώλεια όρεξης, ανεξήγητη απώλεια ή αύξηση του σωματικού βάρους, αλλαγές στο εμμηνορρυσιακό κύκλο ή μετεμμηνοπαυσιακή αιμορραγία, πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή. Τα παραπάνω συμπτώματα είναι κοινά σε πολλές ασθένειες και οι περισσότερες γυναίκες που εμφανίζουν κάποια από αυτά δεν έχουν απαραίτητα καρκίνο των ωοθηκών. Μόνο οι εξετάσεις μπορούν να επιβεβαιώσουν τη διάγνωση.
Οι περισσότεροι όγκοι του καρκίνου των ωοθηκών υπάρχουν για κάποιο χρονικό διάστημα πριν βρεθούν. Μερικές φορές ο καρκίνος των ωοθηκών βρίσκεται απρόσμενα κατά τη διάρκεια μιας εγχείρησης, όπως η υστερεκτομή.
Ο γιατρός θα ψάξει για μάζα ή όγκο με ψηλάφιση στην περιοχή της κοιλιάς και με κολπική εξέταση.
Οι χημικές ουσίες που παράγονται από τα καρκινικά κύτταρα, όπως πρωτεΐνες, ανιχνεύονται στο αίμα. Ονομάζονται καρκινικοί δείκτες. Η εξέταση αίματος θα προσδιορίσει το επίπεδο των καρκινικών δεικτών.
Άλλες εξετάσεις περιλαμβάνουν κοιλιακό υπερηχογράφημα, διακολπικό υπερηχογράφημα, αξονική τομογραφία (CT), μαγνητική τομογραφία (MRI), ακτινογραφίες.
Ο εντοπισμός της έκτασης της εξάπλωσης του καρκίνου ονομάζεται "σταδιοποίηση". Η σταδιοποίηση του καρκίνου βοηθάει τους γιατρούς να αποφασίσουν το είδος της θεραπευτικής αγωγής.
Μια απλουστευμένη μορφή ενός συστήματος σταδιοποίησης περιγράφεται παρακάτω:
Στάδιο I – Ο καρκίνος βρίσκεται στη μία ή και στις δύο ωοθήκες.
Στάδιο ΙΙ – Ο καρκίνος βρίσκεται στη μία ή και στις δύο ωοθήκες και έχει εξαπλωθεί σε άλλα κοντινά όργανα.
Στάδιο ΙΙΙ – Ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί στα εσωτερικά τοιχώματα της κοιλιάς, των εντέρων ή των λεμφαδένων της κοιλιάς και της λεκάνης.
Στάδιο IV – Ο καρκίνος έχει εξαπλωθεί έξω από την κοιλιά, για παράδειγμα, στο συκώτι, στους πνεύμονες ή σε μακρινούς λεμφαδένες.
Η θεραπεία για τον καρκίνο των ωοθηκών εξαρτάται από το είδος του καρκίνου, το στάδιο, τη γενική κατάσταση της υγείας και την καλή φυσική κατάσταση της ασθενούς, τις συστάσεις των γιατρών. Ο επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών συνήθως αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία ή/και ακτινοθεραπεία. Οι οριακοί όγκοι αντιμετωπίζονται με χειρουργική επέμβαση. Ο μη επιθηλιακός καρκίνος των ωοθηκών αντιμετωπίζεται με χειρουργική επέμβαση ή/και χημειοθεραπεία.
Η χρήση κυτταρομειωτικής χειρουργικής (debulking surgery) μαζί με την χρήση της διεγχειρητικής υπέρθερμης ενδοπεριτοναϊκής χημειοθεραπείας ( heated intraperitoneal chemotherapy HIPEC ) τα τελευταία χρόνια έχει βελτιώσει σημαντικά το θεραπευτικά αποτελέσματα τόσο για όγκους σταδίου ΙΙΙc όσο και μεταστατικούς όγκους σταδίου IV. Η χρήση των ανωτέρω θεραπευτικών μέσων προϋποθέτει σωστή επιλογή ασθενών και γνώση και εξοικείωση με την χρήση τους.