Οι όγκοι που αναπτύσσονται στο ήπαρ μπορεί να προέρχονται από το ίδιο το συκώτι οπότε και χαρακτηρίζονται σαν πρωτοπαθείς όγκοι του ήπατος (πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος) ή να αποτελούν μεταστάσεις (μεταστατικός καρκίνος του ήπατος) που προέρχονται από όγκους σε άλλα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού όποτε και χαρακτηρίζονται σαν δευτεροπαθείς ή μεταστατικοί όγκοι του ήπατος. Οι περισσότεροι όγκοι του ήπατος είναι μεταστατικοί (μεταστατικός καρκίνος του ήπατος) καθόσον το ήπαρ αποτελεί δυστυχώς όργανο-στόχο για μία πληθώρα όγκων που αναπτύσσονται στο ανθρώπινο σώμα.
Οι πρωτοπαθείς όγκοι του ήπατος μπορεί να προέρχονται, από το ίδιο το ηπατικό παρέγχυμα (τα κύτταρα του ήπατος), από τα ενδοηπατικά χοληφόρα σωληνάρια που αποχετεύουν την χολή από το συκώτι, από τα αγγεία του ήπατος, από τα στοιχεία του συνδετικού ιστού που βρίσκονται εντός του ήπατος και δημιουργούν το στηρικτικό πλέγμα όπου επικάθονται τα ηπατοκύτταρα.
Όπως είναι κατανοητό οι όγκοι αυτοί ανάλογα με την βιολογική συμπεριφορά τους μπορεί να είναι καλοήθεις ή κακοήθεις(πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος) , ενώ ανάλογα με την μακροσκοπική εικόνα τους διακρίνονται σε συμπαγείς ή σε κυστικούς.
Οι νεοπλασματικοί όγκοι του ήπατος μπορεί να είναι τόσο καλοήθεις (όπως το ηπατικό αδένωμα, την εστιακή οζώδη υπερπλασία, την αδενωματώδη υπερπλασία κ.ά.) όσο και πρωτοπαθείς (πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος) ή μεταστατικοί (μεταστατικός καρκίνος του ήπατος) κακοήθεις (ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, ενδοηπατικό χολαγγειοκαρκίνωμα, αγγειοσάρκωμα, σάρκωμα κ.ά.). Στα παιδιά παρουσιάζεται ένας άλλος τύπος καρκίνου του ήπατος, το ηπατοβλάστωμα. Στις κυστικές παθήσεις του ηπατικού παρεγχύματος συμπεριλαμβάνονται τόσο καλοήθεις όσο και κακοήθεις κυστικές εξεργασίες όπως συγγενείς, νεοπλασματικές (τα κυστικά καρκινώματα), παρασιτικές (εχινόκοκκος) οι τραυματικές καθώς και τα ηπατικά αποστήματα.
Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικός καρκίνος είναι αυτή τη στιγμή η τρίτη αιτία θανάτου από καρκίνο παγκοσμίως με πάνω από 500.000 ασθενείς. Η επίπτωση του ΗΚΚ είναι υψηλότερη στην Ασία και την Αφρική όπου η ενδημική επικράτηση της ηπατίτιδας Β και C προδιαθέτει ισχυρά για την ανάπτυξη χρόνιας ηπατικής νόσου και ως αποτέλεσμα ανάπτυξη ΗΚΚ.
Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικός καρκίνος παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από απόψη συχνότητας στις διάφορες γεωγραφικές περιοχές του κόσμου, με ιδιαίτερς υψηλά ποσοστά εμφάνισης στις Ανατολικές χώρες (π.χ. στην Ιαπωνία, Κίνα, το Χονγκ Κονγκ κ.λπ).
Στην Ελλάδα παρουσιάζει μέτρια συχνότητα με κάθε χρόνο, 360 άνθρωποι κατά μέσον όρο εμφανίζουν πρωτοπαθή καρκίνο του ήπατος, που είναι δύο φορές πιο συχνός στους άνδρες συγκριτικά με τις γυναίκες, και σε άτομα άνω των 65 ετών. αλλά αυτή φαίνεται να είναι μεγαλύτερη, συγκρινόμενη με εκείνη της Δυτικής και της Βόρειας Ευρώπης.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το ΗΚΚ, με τη σύνδεσή του με την επιδημία της ηπατίτιδας C, αντιπροσωπεύει την ταχύτερα αναπτυσσόμενη αιτία θνησιμότητας από τον καρκίνο συνολικά και τη δεύτερη ταχύτερα αυξανόμενη αιτία θανάτου από καρκίνο στις γυναίκες, σύμφωνα με στοιχεία του προγράμματος της επιδημιολογικής επιθεώρησης και των τελικών αποτελεσμάτων (SEER).
Τα τελευταία 20 χρόνια, η επίπτωση του πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικός καρκίνος έχει υπερδιπλασιαστεί, από 2,6 σε 5,2 ανά 100.000 κατοίκους. Μεταξύ των Αφροαμερικανών, η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη (δηλαδή, από 4.7 έως 7.5 ανά 100.000 πληθυσμού συνολικά και σε 13.1 ανά 100.000 πληθυσμού μεταξύ ανδρών). Η θνησιμότητα αυξήθηκε επίσης από 2.8 σε 4.7 ανά 100.000 κατοίκους την τελευταία δεκαετία μόνο.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συχνότητα εμφάνισης πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικός καρκίνος στις αναπτυσσόμενες χώρες υπερβαίνει το διπλάσιο της επίπτωσης του ΗΚΚ στις ανεπτυγμένες χώρες. Το 2000, η προσαρμοσμένη στην ηλικία συχνότητα εμφάνισης πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικόυ καρκίνου στους άνδρες ήταν 17,43 ανά 100,000 πληθυσμού στις αναπτυσσόμενες χώρες σε σύγκριση με μόνο 8,7 ανά 100,000 πληθυσμό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μεταξύ των γυναικών, η διαφορά ήταν επίσης σημαντική (6,77 έναντι 2,86 ανά 100.000 κατοίκους). Η υψηλότερη επίπτωση του ΗΚΚ είναι στην Ανατολική Ασία, με ποσοστά εμφάνισης στους άνδρες 35 ανά 100.000 πληθυσμού, ακολουθούμενα από την Αφρική και τα Νησιά του Ειρηνικού.
Η ακριβής αιτία του πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος δεν είναι γνωστή. Σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου, θα πρέπει να τονιστεί ότι βρίσκεται σε στενή σχέση με τη λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β (HBV) και της ηπατίτιδας C (HCV), δοθέντος ότι περίπου το 80% των περιπτώσεων καρκίνου του ήπατος σχετίζεται με HBV και το 10% με HCV. Υπολογίζεται ακόμη ότι το 10-20% των ασθενών με λοίμωξη από HBV θα αναπτύξουν στη ζωή τους καρκίνο του ήπατος. Η ακριβής σχέση μεταξύ HCV λοίμωξης και καρκίνου του ήπατος σήμερα ακόμη μελετάται.
Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι ορισμένες παθήσεις του ήπατος, όπως η κίρρωση (προοδευτικά εξελισσόμενη χρόνια νόσος του ήπατος), παρουσιάζουν συχνότερα ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος. Τούτο μάλιστα φαίνεται ότι ισχύει για την κίρρωση οποιασδήποτε αιτιολογίας, όπως όταν αυτή αποτελεί επακόλουθο του αλκοολισμού, αιμοχρωμάτωσης, κακής θρέψης κ.λπ. Ακόμη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αφλατοξίνες, μία ομάδα χημικών ενώσεων, οι οποίες είναι καρκινογόνες και υπάρχουν σε ορισμένες τροφές, όπως οι σπόροι, καλαμπόκι κ.λπ., μπορεί να συμβάλουν στην ανάπτυξη καρκίνου του ήπατος. Οι μεταστατικοί όγκοι του ήπατος (μεταστατικός καρκίνος του ήπατος) μπορεί να προέρχονται τόσο αιματογενώς όσο και λεμφογενώς από διάφορους πρωτοπαθείς όγκους με ποικιλότητα στην ιστολογική προέλευση (αδενοκαρκινώματα, νευροενδοκρινικοί όγκοι, μεσεγχυματογενείς όγκοι, σαρκώματα) με ποικίλη πρωτοπαθή εντόπιση.
Ο πρωτοπαθής καρκίνος του ήπατος / ηπατοκυτταρικός καρκίνος αναμένεται να συνεχίσει να συναντάται και στα επόμενα χρόνια. Η υψηλότερη επίπτωση ΗΚΚ που σχετίζεται με τον ιό της ηπατίτιδας C δεν έχει ακόμα συμβεί. Υπάρχει επίσης ένα αναπτυσσόμενο πρόβλημα με την κίρρωση η οποία αναπτύσσεται σε έδαφός μη αλκοολικής λιπώδους ηπατικής νόσου, ή μη αλκοολικής στεατοηπατίτιδας. Η δεύτερη αναπτύσσεται συνήθως σε παχύσαρκους, σε διαβητικούς τύπου 2, σε δυσλιπιδαιμικούς και σε υπερτασικούς ασθενείς και αδιαμφισβήτητα θα παραμείνει ως σημαντικό πρόβλημα δεδομένης της επιδημικής παχυσαρκίας που μαστίζει κυρίως τις ΗΠΑ. Για το λόγο αυτό, η ανάπτυξη αποτελεσματικής και επαρκούς φροντίδας για ασθενείς με τελικού σταδίου ηπατική νόσο και ΗΚΚ θα πρέπει να γίνει πρωταρχικός στόχος.
Γενικά, οι όγκοι σε ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα / καρκίνο του ήπατος εντοπίζονται είτε κατά τη διάρκεια μιας συστηματικής εξέτασης είτε όταν είναι συμπτωματικοί λόγω του μεγέθους των όγκων ή της θέσης τους. Οι όγκοι μπορεί να παρουσιαστούν ως μία απλή μάζα ή ως διάχυτη ανάπτυξη, η οποία μπορεί να είναι δύσκολο να διαφοροποιηθεί από τον περιβάλλοντα κύριο ηπατικό ιστό και από τα αναγεννητικά οζίδια του ήπατος στις μελέτες απεικόνισης.
Σε πρώιμο στάδιο, ο καρκίνος του ήπατος δεν προκαλεί ενοχλήσεις. Τα συμπτώματα στον πρωτοπαθή και στον δευτεροπαθή καρκίνο συνήθως εμφανίζονται όταν ο καρκίνος έχει προχωρήσει. Η παρουσίαση ηπατοκυτταρικού καρκινώματος / καρκίνου του ήπατος μπορεί να οφείλεται εν μέρει σε επίδραση της μάζας που μπορεί να οδηγήσει σε απόφραξη του συστήματος συστήματος των χοληφόρων ή οπουδήποτε επηρεάζει το αγγειακό σύστημα του ήπατος. Με την πρόοδο της νόσου λοιπόν, μπορεί να παρουσιαστεί πόνος ή βάρος στην περιοχή του ήπατος, αίσθημα μάζας ή διάτασης, , απώλεια βάρους, απώλεια της όρεξης, ίκτερος (κιτρίνισμα του δέρματος και των ματιών), αδιαθεσία, πρήξιμο της κοιλιάς, πυρετό.
Χωρίς επιθετική χειρουργική εκτομή, κατασταλτική θεραπεία ή μεταμόσχευση ήπατος, το ΗΚΚ έχει ως αποτέλεσμα την ηπατική ανεπάρκεια και τελικά τον θάνατο.
Καταρχήν λαμβάνεται από το γιατρό ένα λεπτομερές ιστορικό, στο οποίο αναζητούνται ενδεικτικά στοιχεία οικογενειακής προδιάθεσης στον καρκίνο / καρκίνο του ήπατος γενικά και ειδικότερα στον καρκίνο του ήπατος. Επίσης αξιολογούνται εάν υπάρχουν επιβαρυντικοί παράγοντες και συμπτώματα ύποπτα για τη νόσο. Ακολουθεί προσεκτική εξέταση του ασθενούς και παραγγέλλονται ορισμένες εργαστηριακές εξετάσεις προς συγκεκριμένη κατεύθυνση για την επικύρωση ή όχι της διάγνωσης του καρκίνου του ήπατος.
Από τις εξετάσεις αίματος για τον καρκίνο του ήπατος, οι πιο απαραίτητες είναι οι λειτουργικές δοκιμασίες ήπατος (δείχνουν πόσο καλά λειτουργεί το ήπαρ), οι δείκτες ηπατίτιδας (αποκαλύπτουν εάν ο ασθενής πάσχει ή έχει περάσει κατά το παρελθόν και είναι φορέας ηπατίτιδας Β ή C) και οι καρκινικοί δείκτες που συχνά είναι ενδεικτικοί της παρουσίας πρωτοπαθούς η μεταστατικού καρκίνου του ήπατος. Από τους τελευταίους, και ειδικά για το πρωτοπαθές ηπάτωμα, ο πιο σημαντικός είναι ο προσδιορισμός της α-εμβρυϊκής σφαιρίνης (AFP), η οποία είναι σημαντικά αυξημένη στο 50-70% των περιπτώσεων πρωτοπαθούς καρκίνου του ήπατος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός μπορεί να είναι σχετικά αυξημένος και σε άλλες μορφές καρκίνου, όπως στον καρκίνο των όρχεων, του παγκρέατος, του στομάχου κ.λπ.
Εργαστηριακά αποτελέσματα ενδεικτικά της σοβαρότητας της νόσου:
Εργαστηριακά ευρήματα που σχετίζονται με συγκεκριμένες αιτιολογίες της νόσου:
Από τις απεικονιστικές εξετάσεις (που φωτογραφίζουν το ήπαρ), οι πιο χρήσιμες για τη διάγνωση για τον καρκίνο του ήπατος είναι η υπερηχοτομογραφία, η αξονική τομογραφία, η μαγνητική τομογραφία, η αγγειογραφία και το σπινθηρογράφημα του ήπατος. Καθεμία από αυτές μπορεί να αποκαλύψει μη φυσιολογικές περιοχές στο ήπαρ που είναι ενδεικτικές της παρουσίας όγκου.
Αν και η υπερηχογραφία χρησιμοποιείται συνήθως για παρακολούθηση, δεν παρέχει επαρκείς ανατομικές λεπτομέρειες για τον προγραμματισμό της χειρουργικής εκτομής για τον καρκίνο του ήπατος. Πρόσφατα, η συσχέτιση μεταξύ των υπερηχογραφικών ευρημάτων και της παθολογίας του ήπατος αποκάλυψε ότι ένας σημαντικός αριθμός μικρών βλαβών μπορεί να μην ανιχνεύεται με τον υπερηχογραφικό έλεγχο. Το σύνολο των εκτιμήσεων από μία μετα-ανάλυση υποδηλώνουν ότι η υπερηχογραφία είναι μόνο 60% ευαίσθητη.
Η υπερηχογραφική αναγνώριση για τον καρκίνο του ήπατος μπορεί να είναι δύσκολη στο υπόβαθρο των αναγεννητικών οζιδίων στο κιρρωτικό ήπαρ. Γενικά, για τον καρκίνο του ήπατος φαίνεται ως μια στρογγυλή ή ωοειδής μάζα με οξέα, ομαλά όρια. Οι βλάβες έχουν ένα εύρος ηχογένειας, από υπόηχο έως υπερηχοειδές, ανάλογα με το περιβάλλον παρέγχυμα και τον βαθμό λιπώδους διήθησης. Το όριο μεταξύ του ΗΚΚ και του ήπατος μπορεί να γίνει ασαφές με το οζώδες ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Η χρήση της ανάλυσης Doppler για τον χαρακτηρισμό της βλάβης μπορεί να είναι χρήσιμη, καθώς το ΗΚΚ είναι πιο πιθανό να έχει σημαντική αρτηριακή παροχή αίματος και νεοαγγείωση σε σύγκριση με τα αναγεννητικά οζίδια.
Η CT τριπλής φάσης (συμπεριλαμβανομένης μιας αρτηριακής φάσης, μιας φάσης πυλαίας φλέβας και μιας φάσης καθυστερημένης έκπλυσης) έχει βρεθεί ότι είναι πολύ ακριβής στη διάγνωση και το χαρακτηρισμό για τον καρκίνο του ήπατος αλλά, όπως η υπερηχογραφία, μπορεί να χάσει μικρότερες αλλοιώσεις. Συγκεντρωτικές εκτιμήσεις αποκαλύπτουν ευαισθησία 68% και ειδικότητα 93%. Τα μειονεκτήματα της CT περιλαμβάνουν το κόστος, την έκθεση στην ακτινοβολία και την ανάγκη για ιωδιωμένη αντίθεση.
Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί μια εξαιρετική μέθοδο για τον χαρακτηρισμό του καρκίνου του ήπατος χωρίς ακτινοβολία και χωρίς την ανάγκη για ιωδιωμένη αντίθεση. Οι τεχνολογικές βελτιώσεις έχουν μειώσει το χρόνο σάρωσης και έχουν βελτιώσει την ειδικότητα της μελέτης. Συγκεντρωμένες αναλύσεις έχουν αναδείξει ευαισθησία 81% και ειδικότητα 85%.
Τα οφέλη από τις μελέτες με αυξημένη αντίθεση πρέπει να εξισορροπούνται με τους κινδύνους εάν είναι δυνατή η ανατομική ή λειτουργική νεφρική δυσλειτουργία. Η ιωδιωμένη αντίθεση για CT μπορεί να επιδεινώσει τη νεφρική ανεπάρκεια και η ενίσχυση του γαδολινίου στη μαγνητική τομογραφία έχει συνδεθεί με ένα σύνδρομο σοβαρής συστηματικής ίνωσης σε έναν ασθενή με νεφρική ανεπάρκεια.
Η επικύρωση της παρουσίας καρκίνου του ήπατος, όμως, πραγματοποιείται μόνο με τη βιοψία ήπατος που μπορεί να γίνει με τη λήψη μικρού τμήματος του όγκου, είτε κατά την εγχείρηση ή με ειδική βελόνα (χωρίς εγχείρηση) ή ακόμη λαπαροσκοπικά, όταν ο όγκος βρίσκεται στην επιφάνεια του ήπατος. Το δείγμα αυτό από τον όγκο εξετάζεται στο μικροσκόπιο για την παρουσία καρκινικών κυττάρων επιβεβαιωτικών για τον καρκίνο του ήπατος.
Η απόφαση να υποβληθεί σε βιοψία μια αλλοίωση που είναι ύποπτη για ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα είναι το αντικείμενο συνεχιζόμενης διαμάχης. Σε ασθενείς με μεγάλους όγκους που δεν είναι υποψήφιοι για εκτομή ή μεταμόσχευση, η βιοψία συχνά δεν ενδείκνυται για επιβεβαίωση της διάγνωσης πριν από την έναρξη παρηγορητικών επεμβάσεων, επειδή τα κλινικά και απεικονιστικά στοιχεία είναι πειστικά και η βιοψία είναι δυνητικά επικίνδυνη.
Σε ασθενείς με βλάβες μικρότερες από 1 cm, λιγότερες από το 50% των βλαβών θα είναι κακοήθεις και το ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων είναι υψηλό. Συνεπώς, συνιστάται συντηρητική αντιμετώπιση με προσεκτική παρακολούθηση και όχι βιοψία.
Σε ασθενείς με αλλοιώσεις 1 έως 2 cm, πρέπει να γίνει βιοψία. Αυτοί οι ασθενείς έχουν σημαντικό κίνδυνο για κακοήθεια. Εάν το αποτέλεσμα είναι θετικό, είναι υποψήφιοι για εκτομή, μεταμόσχευση ή θεραπεία καταστολής. Όπως και στις μικρότερες αλλοιώσεις, υπάρχει σημαντικό ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων και ενδείκνυται στενή παρακολούθηση σε ασθενείς με αρνητικό αποτέλεσμα βιοψίας.
Οι ασθενείς με βλάβες μεγαλύτερες από 2 cm, κίρρωση, χαρακτηριστικά απεικονιστικά ευρήματα και αυξημένες τιμές AFP μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς βιοψία. Σε αυτούς τους ασθενείς πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος της διασποράς του όγκου. Ενώ ορισμένες ομάδες απαιτούν βιοψία πριν από τη μεταμόσχευση, άλλες είναι πρόθυμες να προχωρήσουν μόνο με τα κλινικά χαρακτηριστικά.
Η πρόγνωση του HΚΚ είναι μια αντανάκλαση τόσο των χαρακτηριστικών του όγκου (δηλαδή του μεγέθους, της θέσης, της βιολογίας του όγκου) όσο και του βαθμού υποκείμενης ηπατικής νόσου. Το κλασικό παθολογικό σύστημα σταδιοποίησης TNM (όγκος-κλεμφαδένας-μετάσταση), ενώ είναι χρήσιμο για τον προσδιορισμό πρόγνωσης σε ασθενείς που υποβάλλονται σε εκτομή, δεν είναι τόσο χρήσιμο στον προγραμματισμό της θεραπείας, επειδή δεν περιλαμβάνει μέτρα για τη σοβαρότητα της ηπατικής νόσου. Ωστόσο, το μέγεθος του όγκου είναι προγνωστικό για το αποτέλεσμα, καθώς προβλέπει την πιθανότητα μείζονος φλεβικής εμπλοκής.
Παρομοίως, η βαθμονόμηση Child-Pugh-Turcotte προβλέπει περιεγχειρητικό ποσοστό επιβίωσης μετά την εκτομή, αλλά δεν ενσωματώνει το μέγεθος, τον αριθμό και τη θέση του όγκου, τα οποία έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην εξαιρεσιμότητα και τη θεραπεία.
Το σύστημα BCLC είναι πολύ χρήσιμο για την απόφαση μεταξύ των πιθανών επιλογών θεραπείας και συσχετίζεται καλύτερα με την έκβαση του ασθενούς μεταξύ των μεγάλων συστημάτων σταδιοποίησης.
Στο σύστημα BCLC, οι ασθενείς με στάδιο 0 έχουν βλάβες μικρότερες από 2 cm, φυσιολογικά επίπεδα χολερυθρίνης και φυσιολογικές μετρήσεις πίεσης στην πυλαία φλέβα. Αυτοί οι ασθενείς μπορούν συχνά να υποβληθούν σε ασφαλή εκτομή με εξαιρετική μακροπρόθεσμη επιβίωση.
Οι ασθενείς με μεγαλύτερους όγκους (δηλ., Μεμονωμένοι όγκοι <5 cm ή πολλαπλοί [≤3] όγκοι <3 cm) εξετάζονται για εκτομή εάν έχει διατηρηθεί η ηπατική λειτουργία ή για μεταμόσχευση εάν έχουν αντιρροπήσει την κίρρωση.
Σε ασθενείς των οποίων ο όγκος υπερβαίνει αυτές τις μετρήσεις, μπορεί να χορηγηθεί παρηγορητική θεραπεία ανάλογα με το ηπατικό απόθεμα, αλλά η μακροχρόνια επιβίωση (> 3 έτη) επιτυγχάνεται σε λιγότερο από το 10% των ασθενών.
Η θεραπευτική τακτική για τον κακρίνο του ήπατος εξαρτάται από το στάδιο της νόσου (δηλαδή την έκτασή της), τη βιολογική ηλικία (όχι την πραγματική αλλά την ποιότητα της υγείας για τη δεδομένη ηλικία), την κατάσταση του ήπατος (πόσο καλά λειτουργεί) και τη γενική κατάσταση του ασθενούς. Ο γιατρός, ο οποίος πρέπει να είναι εξειδικευμένος στην αντιμετώπιση του καρκίνου του ήπατος, μπορεί να συστήσει χειρουργική θεραπεία, χημειοθεραπεία (συστηματική, δηλαδή με ενδοφλέβια χρήση φαρμάκων που διαχέονται σε όλο το σώμα ή περιοχική, δηλαδή με χορήγηση φαρμάκων με ειδικό σύστημα από την ηπατική αρτηρία που εγχέονται απευθείας μόνο στο ήπαρ σε συνδυασμό ή όχι με εμβολισμό) ή ακτινοβολία και βιολογική θεραπεία (που ενισχύει τον οργανισμό στην καταπολέμηση της νόσου με τις ίδιες τις δυνάμεις του-αυτή λέγεται και ανοσοθεραπεία). Συχνά συστήνεται ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων από τις παραπάνω θεραπευτικές δυνατότητες.
Λόγω της απουσίας αποτελεσματικής χημειοθεραπείας και της μη ευαισθησίας του HΚΚ σε ακτινοθεραπεία, η πλήρης απομάκρυνση του όγκου αποτελεί τη μόνη ευκαιρία για μια μακροπρόθεσμη θεραπεία. Η εκτομή του όγκου με μερική ηπατεκτομή μπορεί να επιτευχθεί σε περιορισμένο αριθμό ασθενών (γενικά <15-30%) στις περισσότερες σειρές των δυτικών χωρών λόγω του βαθμού της υποκείμενης κίρρωσης.
Σε ασθενείς με μη αντιρροπούμενη ηπατική νόσο, η μεταμόσχευση ήπατος προσφέρει τη δυνατότητα μακροχρόνιας θεραπείας σε ασθενείς με περιορισμένο φορτίο όγκου. Εναλλακτικές θεραπείες, συμπεριλαμβανομένης της τοπικής αφαίρεσης, TACE και διαρτηριακής βραχυθεραπείας, μπορούν να ληφθούν υπόψη σε ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για θεραπευτικές επεμβάσεις.
Οι όγκοι του ήπατος εμπλέκουν συχνά την χειρουργική στην αντιμετώπιση τους. Γενικότερα και τηρουμένων αυστηρά των ενδείξεων, η χειρουργική θεραπεία, όταν ενδείκνυται, αποτελεί τη μόνη και πιο αποτελεσματική θεραπευτική αγωγή που μπορεί να προσφέρει και μόνιμη θεραπεία για τον καρκίνο του ήπατος.
Η χειρουργική του ήπατος θεωρείται περίπλοκη και εξειδικευμένη. Διεθνώς δημοσιευμένα δεδομένα έχουν καταδείξει ότι η χειρουργική αντιμετώπιση τόσο των καλοήθων όσο και των κακοήθων παθήσεων του ήπατος (για τον καρκίνο του ήπατος) απαιτούν συχνά συνεργασία μεταξύ διαφόρων ειδικοτήτων. Οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει ιδανικά να αντιμετωπίζονται από ομάδα ειδικών ιατρών με ιδιαίτερη εμπειρία και γνώση στις παθήσεις του ήπατος, η οποία περιλαμβάνει χειρουργό ήπατος, ηπατολόγο-παθολόγο, ογκολόγο-παθολόγο, ακτινολόγο, ακτινοθεραπευτή ογκολόγο και παθολογοανατόμο εξειδικευμένο στο ήπαρ.
Κριτήρια εγχειρησιμότητας για τον κακρίνο του ήπατος αποτελούν :
-H προοπτική ολικής εκρίζωσης της νόσου
-Η διατήρηση μετά την εκτομή ,δύο γειτονικών ηπατικών τμημάτων
-Ο όγκος του εναπομένοντος ηπατικού παρεγχύματος να είναι το 20-25% του υπολογιζόμενου συνολικού όγκου του ήπατος
-Η ύπαρξη επαρκούς αγγειακής προσαγωγής και απαγωγής αλλά και αποχετευτικής οδού για την χολή στο εναπομείναν παρέγχυμα.
Η εξειδικευμένη χειρουργική πράξη επί των ηπατικών όγκων περιλαμβάνει:
1. Την εκτομή-αφαίρεση όγκων του ήπατος (ηπατεκτομή)
2. Την μεταμόσχευση του ήπατος
Οι ηπατεκτομές θεωρούνται σύνθετες επεμβάσεις που απαιτούν υψηλή εξοικείωση. Νέες τεχνικές που χρησιμοποιούνται για την ελαχιστοποίηση της απώλειας αίματος κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ραδιοσυχνοτήτων ή/και υπερήχων κατά τη διάρκεια της εκτομής και τη χρήση των χειρουργικών συρραπτικών εργαλείων έχουν μειώσει τις περιπτώσεις στις οποίες απαιτούνται μεταγγίσεις αίματος. Η πρόοδος στην περιεγχειρητική διαχείριση των ασθενών με καρκίνο του ήπατος έχει μειώσει την θνητότητα των ηπατεκτομών σε ποσοστά <5% ενώ η μέση παραμονή στο νοσοκομείο μετά από σημαντικές εκτομές ήπατος έχει μειωθεί σε επτά ημέρες, ως αποτέλεσμα πολλών από αυτές τις εξελίξεις. Στην ίδια κατεύθυνση τα προβλήματα που ανακύπτουν όταν πρέπει να αφαιρεθεί μεγάλο τμήμα του ηπατικού παρεγχύματος μπορεί να ξεπεραστούν σήμερα με την βοήθεια της επεμβατικής ακτινολογίας. Στους ασθενείς αυτούς με καρκίνο του ήπατος εκτελείται, με την βοήθεια υπερήχων, διαδερμικός εκλεκτικός εμβολισμός του κλάδου της πυλαίας φλέβας που αιματώνει τον λοβό που πρόκειται να αφαιρεθεί, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον αντίπλευρο ηπατικό λοβό να υπερτραφεί , μια και αυξάνεται σε αυτόν η αιματική ροή, και η ηπατεκτομή γίνεται σε δεύτερο χρόνο. Άλλη πρακτική που ακολουθείται ,όταν ασθενείς εμφανίζουν μεταστάσεις και στους δυο ηπατικούς λοβούς ,είναι η λεγομένη Ηπατεκτομή σε δυο Στάδια. Οι ασθενείς υποβάλλονται αρχικά σε περιορισμένη εκτομή των βλαβών ,από τον ολιγότερο πάσχοντα ηπατικό λοβό και ο οποίος πρόκειται να παραμείνει, ενώ ταυτόχρονα γίνεται απολίνωση του κλάδου της πυλαίας του αντιθέτου λοβού. Έτσι δίδεται η ευκαιρία στον λοβό που θα παραμείνει να υπερτραφεί . Σε δεύτερο χρόνο και εφ’όσον δεν υποτροπιάσει η νόσος , γίνεται εκτομή του πλέον βαρέως πάσχοντος λοβού. Η μέθοδος αυτή προτείνεται ως δυνητικά θεραπευτική για τους ασθενείς που πάσχουν από μεταστάσεις και στους δυο λοβούς, αναφέρεται δε 3ετης επιβίωση των ασθενών αυτών σε ποσοστό 35%.
Τα αποτελέσματα στις περιπτώσεις που η χειρουργική βρίσκει εφαρμογή είναι πραγματικά εντυπωσιακά επιφέροντας σημαντική βελτίωση στην επιβίωση των ασθενών με πλέον χαρακτηριστική πρόοδο των τελευταίων ετών να αντανακλάται από την χειρουργική αντιμετώπιση των ηπατικών μεταστάσεων από ορθοκολικό καρκίνο όπου η 5ετη΄ς επιβίωση μπορεί να αγγίξει το 45% και η 10ετής το 22%.
Δυστυχώς σε σημαντικό αριθμό ασθενών , η διάγνωση για τον καρκίνο του ήπατος γίνεται σε προχωρημένο στάδιο, όταν ο καρκίνος είναι ανεγχείρητος.
Όταν, η χειρουργική θεραπεία, δεν έχει θέση στην αντιμετώπιση της νόσου, εφαρμόζοντας τις άλλες μορφές θεραπείας, ο ασθενής μπορεί να ανακουφιστεί από τα συμπτώματά του και να του προσφερθεί καλύτερη ποιότητα ζωής ή και ακόμη να επιμηκυνθεί ο χρόνος επιβίωσής του. Εξειδικευμένες εργασίες που προσφέρονται από χειρουργούς με εξειδίκευση στην Χειρουργική Ογκολογία περιλαμβάνουν την καταστροφή του όγκου με την χρήση ραδιοσυχνοτήτων, την έγχυση αιθανόλης, τον χημειοεμβολισμό, και την εισαγωγή στην ηπατική αρτηριακή αντλίας έγχυσης περιοχικής χημειοθεραπείας.
Οι προόδοι στην τεχνική της εκτομής του ήπατος, η καλύτερη επιλογή του ασθενούς, η βελτιωμένη μετεγχειρητική φροντίδα και η εξειδικευμένη αναισθητική αντιμετώπιση έχουν οδηγήσει σε δραματική μείωση της περιεγχειρητικής νοσηρότητας και θνησιμότητας. Η εκτομή του ήπατος είναι η επέμβαση εκλογής για ασθενείς με όγκους μικρότερους από 5 cm σε περίπτωση απουσίας κίρρωσης. Οι ασθενείς αυτοί συχνά μπορούν να ανεχθούν εκτομή έως και 50% του συνολικού όγκου του ήπατος. Σε αυτούς τους ασθενείς, μπορεί να αναμένεται χειρουργική θνησιμότητα μικρότερη από 2% σε έμπειρα κέντρα.
Σε ασθενείς με κίρρωση, η έκταση της εκτομής του ήπατος που μπορεί να γίνει ανεκτή είναι σημαντικά πιο περιορισμένη για τον κακρίνο του ήπατος. Η κλινικά εμφανής πυλαία υπέρταση (που ορίζεται ως πίεση μεταξύ ηπατικής φλέβας – στον – δεξιό κόλπο άνω των 10), οισοφαγικούς κιρσούς ή σπληνομεγαλία με αριθμό αιμοπεταλίων μικρότερο από 100.000/μL προβλέπει κακή έκβαση σε μια σημαντική εκτομή. Γενικά, η εκτομή περισσότερων από δύο τμημάτων αντενδείκνυται σε ασθενείς με κίρρωση κατηγορίας Β ή C κατά Child. Ωστόσο, μεταξύ των ασθενών που υποβάλλονται σε επιτυχή εκτομή, είναι δυνατή η μακροχρόνια επιβίωση, με τα ποσοστά 5ετούς επιβίωσης να φτάνουν το 74% σε ασθενείς χωρίς σημαντική ανεπάρκεια για τον κακρίνο του ήπατος.
Μετά την εκτομή του ήπατος, το 75% των ασθενών θα αναπτύξει ενδοηπατική υποτροπή εντός 5 ετών. Αυτή η υποτροπή μπορεί να είναι είτε de-novo HΚΚ είτε τοπική εξάπλωση. Τα παθολογικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με υψηλότερο ποσοστό υποτροπής περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Άλλοι κλινικοί παράγοντες που σχετίζονται με υψηλότερο ποσοστό επανεμφάνισης ηπατοκυτταρικού καρκινώματος/ κακρίνου του ήπατος περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Σε ασθενείς με υποτροπή ηπατοκυτταρικού καρκινώματος/ κακρίνου του ήπατος και διατηρημένη ηπατική λειτουργία, μπορεί να ενδείκνυται η επανάληψη της εκτομής. Σε μία μονοκεντρική σειρά, η λειτουργική εκτομή συνδέθηκε με παρατεταμένη επιβίωση (44 μήνες έναντι 10,6 μηνών) σε σύγκριση με την συντηρητική αντιμετώπιση.
Η εκτομή του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος/ κακρίνου του ήπατος που είναι 2 cm ή μικρότερα έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλής και αποτελεσματική τόσο στους ασιατικούς όσο και στους δυτικούς πληθυσμούς, αν και η υποτροπή είναι συχνή. Η παρουσία δορυφόρων και ο αριθμός των αιμοπεταλίων συνδέεται με την επιβίωση σε αυτούς τους ασθενείς και η παρουσία των δορυφόρων, η κίρρωση και η μη ανατομική εκτομή συνδέονται με την υποτροπή.
Σε σύγκριση με την εκτομή για ηπατοκυτταρικού καρκινώματος/ κακρίνου του ήπατος, η ορθοτοπική μεταμόσχευση ήπατος (OLT) προσφέρει πολλά πιθανά πλεονεκτήματα. Η πλήρης ηπατεκτομή εξαλείφει την πιθανότητα τοπικής υποτροπής στο όριο εκτομής και, επιπλέον, απομακρύνει το κιρρωτικό ήπαρ, το οποίο έχει προφανώς προδιάθεση για σχηματισμό όγκου.
Η θεραπευτική αγωγή ασθενών με ηπατοκυτταρικού καρκινώματος/ κακρίνου του ήπατος που δεν είναι υποψήφιοι για εκτομή ή OLT είναι περιορισμένη. Ωστόσο, οι τοπικές κατασταλτικές θεραπείες μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε ως γέφυρα για τη μεταμόσχευση μειώνοντας τον κίνδυνο εξέλιξης του όγκου είτε ως παρηγορητική επέμβαση για την επέκταση της επιβίωσης χωρίς νόσο. Οι επεμβάσεις καταστολής, συμπεριλαμβανομένης της έγχυσης αιθανόλης, της RFA και της κρυοθεραπείας, μπορούν να διεξαχθούν διαδερμικά, λαπαροσκοπικά ή μέσω ανοικτής χειρουργικής προσέγγισης.
Σε ασθενείς που δεν είναι υποψήφιοι για μεταμόσχευση ή εκτομή ήπατος, μπορεί να προσφερθεί καταστολή του όγκου για να επεκταθεί η ζωή και να υποβαθμιστεί ενδεχομένως ο όγκος ώστε να επιτραπεί η μεταμόσχευση ή η εκτομή. Εναλλακτικά, οι ασθενείς που έχουν προχωρημένη ασθένεια μπορούν να ωφεληθούν από παρεμβατικές παρηγορητικές φροντίδες και όχι να υποβληθούν συχνά σε αναποτελεσματικές θεραπείες.
Ενδαρτηριακή Έγχυση Χημειοθεραπευτικού στην Ηπατική Αρτηρία. (Hepatic Arterial Infusion Chemotherapy)
Οι χορηγούμενες συστηματικά χημειοθεραπείες για την αντιμετώπιση ηπατικών όγκων χορηγούνται συνήθως σε μία φλέβα (ενδοφλεβίως). Μια ελκυστική εναλλακτική λύση για τον καρκίνο του ήπατος είναι να χορηγηθεί η χημειοθεραπεία κατευθείαν στις αρτηρίες που τροφοδοτούν το ήπαρ. Τα πλεονεκτήματα αυτής της προσέγγισης είναι:
1. Ένα υψηλό ποσοστό (99%) του χημειοθεραπευτικού φαρμάκου απορροφάται από το ήπαρ κατά την πρώτη διέλευση του αίματος μέσα από το ήπαρ και οδηγεί σε υψηλότερες συγκεντρώσεις φαρμάκου χημειοθεραπείας στους ηπατικούς όγκους από ότι μπορεί να επιτυγχάνεται με την ενδοφλέβια χορήγηση του φαρμάκου.
2. Το υψηλό ποσοστό (99%) απορρόφησης του χημειοθεραπευτικού φαρμάκου από το ήπαρ κατά την πρώτη διέλευση του αίματος μέσα από το ήπαρ οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα του φαρμάκου στους ιστούς εκτός του ήπατος (π.χ. μυελού των οστών και του εντέρου), που μειώνει τις παρενέργειες του όπως η καταστολή του μυελού και οι έμετοι.
3. Οι όγκοι του ήπατος αρδεύονται κύρια από την ηπατική αρτηρία και τους κλάδους της τα οποία είναι και τα αιμοφόρα αγγεία εντός του οποίου ο δραστικός χημειοθεραπευτικός παράγοντας χορηγείται χημειοθεραπεία.
4. Η πιθανότητα συρρίκνωσης για τον καρκίνο του ήπατος είναι μεγαλύτερη μετά από χορήγηση ενδοαρτηριακής χημειοθεραπείας κατευθείαν στο ήπαρ σε σύγκριση με την ενδοφλέβια χορήγηση
5. Οι ασθενείς των οποίων οι όγκοι έχουν αυξηθεί σε μέγεθος παρά τη θεραπεία με 5-FU ή Camptosar® (CPT-11? Ιρινοτεκάνη) εξακολουθούν να συρρικνώνονται σε απάντηση της ενδοαρτηριακής χημειοθεραπείας σε περίπου 50% των περιπτώσεων.
Σε μία προσπάθεια να βελτιωθούν τα αποτελέσματα της ενδο-αρτηριακής χορήγησης χημειοθεραπείας για τον καρκίνο του ήπατος, προτείνεται ο συνδυασμός της ενδο-αρτηριακής χημειοθεραπείας (FUDR (floxuridine) και 5-FU) με συστηματική (ενδοφλέβια) χορήγηση χημειοθεραπείας (CPT-11? Ιρινοτεκάνη).
Η πιο συχνά προσφερόμενη θεραπεία είναι ο αρτηριακός χημειοεμβολισμός μέσω καθετήρα (TACE). Ο TACE εκτελείται από έναν επεμβατικό ακτινολόγο ο οποίος εκλεκτικώς παρακεντεί την αρτηρία που τρέφει τον όγκο και παρέχει υψηλές τοπικές δόσεις χημειοθεραπείας, συμπεριλαμβανομένης της δοξορουμπικίνης, της σισπλατίνης ή της μιτομυκίνης C. Για την πρόληψη της συστηματικής τοξικότητας, η τροφοφόρος αρτηρία αποφράσσεται με αφρό ή πηνία για την αποφυγή της ροής.
Μια άλλη επιλογή θεραπείας περιλαμβάνει την τοπική χορήγηση βραχυθεραπείας χαμηλής δόσης στον όγκο. Μία τέτοια θεραπεία, TheraSphere (BTG, Ottawa, Οντάριο, Καναδάς), χρησιμοποιεί γυάλινες χάντρες 20 έως 40 μm οι οποίες φορτώνονται με ραδιενεργό ύττριο και απελευθερώνονται αγγειογραφικά. Η ακτινοθεραπεία χορηγείται σε 10-12 ημέρες με συνολική δόση περίπου 150 Gy. Η μέγιστη απόσταση που επηρεάζεται είναι 1 cm.
Οι πρώτες αναφορές υποδεικνύουν ότι ένας μικρός αριθμός ασθενών μπορεί να υποβαθμιστεί σε στάδιο επιτυχώς και στη συνέχεια να μεταμοσχευθεί χρησιμοποιώντας αυτή την προσέγγιση. Οι κίνδυνοι περιλαμβάνουν βλάβη ακτινοβολίας στα γειτονικά όργανα (π.χ. γαστρεντερική οδό).
Η καυτηρίαση του όγκου με την χρήση ραδιοσυχνοτήτων κατάλυσης είναι μια θεραπεία που μπορεί να εφαρμοστεί για τον καρκίνο του ήπατος. Η τεχνική περιλαμβάνει την τοποθέτηση ενός λεπτού ηλεκτροδίου (παρόμοιο με μια βελόνα) στο κέντρο του όγκου, συνήθως με τη βοήθεια είτε αξονικής τομογραφίας είτε υπερηχογραφήματος. Το ηλεκτρόδιο μπορεί να εισαχθεί μέσω του δέρματος (διαδερμικά) με την χρήση τοπικής αναισθησίας είτε διεγχειρητικά κατά την διάρκεια λαπαροσκόπησης ή λαπαροτομίας. Η καταστροφή των μεταστατικών βλαβών για τον καρκίνο του ήπατος με συσκευή ραδιοσυχνοτήτων μπορεί να συνδυασθεί και με τυπική ή και άτυπη ηπατεκτομή.
Στην συνέχεια το ηλεκτρόδιο συνδέεται τότε με μια ηλεκτρική γεννήτρια που μεταδίδει εναλλασσόμενο ρεύμα υψηλής συχνότητας ( 460 Hz). Καθώς ρεύμα περνά από το άκρο του ηλεκτροδίου σε ένα μαξιλάρι γείωσης, ο όγκος θερμαίνεται στους 50-60 o C σε σημείο όπου προκαλείται αποδόμηση των πρωτεϊνών και καταστρέφεται. .Η εφαρμογή τους δημιουργεί μία ζώνη νέκρωσης περί το ηλεκτρόδιο Η διαδικασία γενικά δεν παράγει καμία ενόχληση. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, τα ζωτικά σημεία, η θερμοκρασία του όγκου, και οι ηλεκτρικές ιδιότητες του όγκου παρακολουθούνται. Η αποτελεσματικότητα της θεραπείας εκτιμάται με CT scan ένα μήνα μετά τη θεραπεία. Επανάληψη της θεραπείας είναι συχνά απαραίτητη. Η εφαρμογή των ραδιοσυχνοτήτων έχει χαμηλό ποσοστό μετεγχειρητικών επιπλοκών (<10%) και περιλαμβάνουν την αιμορραγία, τον πυρετό, τον πόνο, τα χολικά συρίγγια και τον σχηματισμό συλλογών ή αποστημάτων. Με την μέχρι σήμερα εμπειρία έχει αποδειχθεί ότι η χρήση των ραδιοσυχνοτήτων επιφέρει ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα για τον καρκίνο του ήπατος <2,7 εκ σε ποσοστό >75%, δεν μπορεί όμως γενικά να θεωρηθεί εφάμιλλη της χειρουργικής εκτομής όπου αυτή έχει ένδειξη, καθώς η αφαίρεση θεωρείται ο «χρυσός κανόνας» για τον καρκίνο του ήπατος και για τη θεραπεία σε ασθενείς με κατάλληλη ένδειξη.
Πρόκειται για μία επιθετική και καινοτόμο προσέγγιση για τη θεραπεία μη εξαιρέσιμων όγκων/καρκίνου του ήπατος Η θεραπεία περιλαμβάνει μια λειτουργία κατά την οποία τα αιμοφόρα αγγεία που τροφοδοτούν με αίμα το ήπαρ (πυλαία φλέβα, ηπατική αρτηρία) καθώς και τα αγγεία υπεύθυνα για την απορροή του αίματος από το ήπαρ (ηπατικές φλέβες) απομονώνονται για να δημιουργηθεί ένα κύκλωμα ροής του αίματος για το συκώτι που είναι ξεχωριστό από το υπόλοιπο του σώματος. Το ήπαρ θερμαίνεται στους 40 ° C (υπερθερμία) και εξαιρετικά υψηλή δόση ενός παράγοντα χημειοθεραπείας κυκλοφορεί αποκλειστικά στο ήπαρ. Επειδή η ροή του αίματος στο ήπαρ είναι απομονωμένη από την ροή του αίματος του υπολοίπου του σώματος, μόνο το ίδιο το συκώτι υποβάλλεται στην υψηλή δόση χημειοθεραπείας και της υπερθερμίας. Η υπερθερμία και η χημειοθεραπεία μαζί καταστρέφουν πιο αποτελεσματικά τον ηπατικό όγκο. Στο τέλος της λειτουργίας, η κανονική ροή του αίματος του ήπατος αποκαθίσταται.
Οι στρατηγικές για τον περιορισμό της επιδημίας της HΚΚ είναι πιθανό να αποδώσουν μακροπρόθεσμα. Η εκστρατεία εμβολιασμού κατά της ηπατίτιδας Β έχει ήδη οδηγήσει σε μειωμένη συχνότητα εμφάνισης HΚΚ στην Ταϊβάν. Επιπλέον, η αποτυχία ολοκλήρωσης του εμβολιασμού με HBV συνεχίζει να οδηγεί σε HΚΚ σε ασθενείς.
Άλλες στρατηγικές για τη μείωση της συχνότητας εμφάνισης HΚΚ περιλαμβάνουν τη θεραπεία της μόλυνσης με HBV και HCV για την εξάλειψη του ιού με ταχείες θεραπευτικές αγωγές. Άλλες προληπτικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν προγράμματα για τη μείωση της παχυσαρκίας και του διαβήτη τύπου 2. Απαιτούνται επίσης σημαντικές προσπάθειες για να προειδοποιηθούν ειδικά οι ασθενείς με χρόνια ηπατική νόσο να διακόψουν την κατάχρηση οινοπνεύματος. Η αιμοχρωμάτωση θα πρέπει να αναγνωρίζεται έγκαιρα.
Η αντιμετώπιση των ασθενών με ΗΚΚ απαιτεί εξειδικευμένα νοσηλευτικά κέντρα με έμπειρο ειδικό χειρουργό, ογκολόγο, επεμβατικό ακτινολόγο και νοσηλευτικό προσωπικό. Το Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών αποτελεί ένα τέτοιο κέντρο όπου αντιμετωπίζονται ασθενείς τόσο με πρώιμο όσο και με προχωρημένο ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα.