Το παχύ έντερο (κόλον) αποτελεί το προτελευταίο τμήμα του πεπτικού συστήματος και είναι υπεύθυνο για την απορρόφηση κυρίως του νερού και ηλεκτρολυτών. Σε αυτό γίνεται ο σχηματισμός των κοπράνων (τα απόβλητα των τροφών μετά την διαδικασία της πέψης) και η αποβολή τους. Το μήκος του παχέος εντέρου είναι 1,5 μέτρο και τα τελευταία 15 εκατοστά αποτελούν το ορθό τον αποθηκευτικό χώρο του εντέρου. Οι όγκοι του παχέος εντέρου ξεκινούν από την εσωτερική του επιφάνεια συνήθως. Οι καλοήθεις όγκοι ονομάζονται πολύποδες ενώ οι κακοήθεις όγκοι λέγονται καρκίνοι. Οι καλοήθεις πολύποδες δεν διηθούν γειτονικά όργανα, ούτε διασπείρονται σε άλλα όργανα του σώματος. Μπορούν να αφαιρεθούν συνήθως πολύ εύκολα κατά την κολονοσκόπηση και δεν θέτουν σε κίνδυνο την ζωή του ασθενούς. Αντίθετα ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού μπορεί να διηθήσει και να βλάψει γειτονικά όργανα ή μπορεί να ξεφύγει από το έντερο και να δημιουργήσει μεταστάσεις στο συκώτι, στους πνεύμονες ή σε άλλα όργανα του σώματος.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου και του ορθού είναι παγκόσμια ο τρίτος σε συχνότητα στους άντρες (μετά τον πνεύμονα και τον προστάτη) όσο και στις γυναίκες (πνεύμονας, μαστός). Η συχνότητά του διαφέρει από χώρα σε χώρα, είναι συχνότερος στις Δυτικές κοινωνίες ενώ είναι πιο σπάνιος στις Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες.. Η συνήθης ηλικία εμφάνισης του με εξαίρεση τις κληρονομικές μορφές είναι μετά το 50 έτος και γι’ αυτό συστήνεται η διενέργεια κολονοσκόπησης στην ηλικία αυτή και εάν είναι φυσιολογική ανά 5 έτη στη συνέχεια. Τα μισά περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου εντοπίζονται στο ορθό και το σιγμοειδές καθώς εκεί έχουμε την μεγαλύτερη παραμονή των τοξικών απόβλητων του οργανισμού
O καρκίνος του παχέος εντέρου και ορθού έχει επιβεβαιωθεί ότι δεν είναι μεταδοτική νόσος. Μερικοί άνθρωποι έχουν περισσότερες πιθανότητες από άλλους να αναπτύξουν καρκίνο παχέος εντέρου. Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ενός ασθενούς να αναπτύξει καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού είναι :
1. Αυξημένη ηλικία
2. Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του παχέος εντέρου-ορθού και/ή πολύποδων
3. Ατομικό ιστορικό φλεγμονώδους νόσου των εντέρων (IBD). Η χρονία ελκώδης κολίτις προκαλεί διαρκή φλεγμονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου. Ο κίνδυνος της ανάπτυξης καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο για ασθενείς με χρόνια ελκώδη κολίτιδα που διαρκεί πολλά χρόνια. Ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού σ’ αυτούς τους ασθενείς αυξάνει σημαντικά μετά τα 10 χρόνια νόσου.
4. Κληρονομικές γενετικές μεταλλάξεις που περιλαμβάνουν:
a. Σύνδρομο οικογενούς αδενωματώδους πολυποδίασης (FAP), που συνδέεται και με μια μετάλλαξη στο ογκοκατασταλτικό γονίδιο APC
b. Οι μεταλλάξεις στο APC μπορεί να οδηγήσουν σε καρκίνο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν μεταλλάξεις και σε άλλα γονίδια όπως το k-ras και το p53
c. HNPCC, που συνδέεται με μεταλλάξεις στα γονίδια επιδιόρθωσης αταίριαστων βάσεων του DNA
d. Παρότι το γενετικό υπόστρωμα ενός ατόμου είναι πολύ σημαντικός παράγων στον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου σε 1ου βαθμού συγγενείς ασθενών με καρκίνο είναι περίπου 18% ( τριπλάσιος κίνδυνος σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό). Αν και το οικογενειακό ιστορικό είναι σημαντικός παράγοντας η πλειονότητα (80%) των καρκίνων παρουσιάζονται σποραδικά σε ανθρώπους που δεν είχαν ιστορικό στην οικογένειά τους. Περίπου 20% των ασθενών με καρκίνο έχουν κάποια οικογενειακή προδιάθεση.5% των καρκίνων παχέος εντέρου οφείλονται σε κληρονομούμενα σύνδρομα.
e. Tα κληρονομούμενα αυτά σύνδρομα είναι διαταραχές στις οποίες τα άτομα που νοσούν έχουν κληρονομήσει γενετικές διαταραχές από έναν ή και τους δύο γονείς.
f. Τα χρωμοσώματα περιέχουν γενετική πληροφορία και οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες μπορούν να δημιουργήσουν τις γενετικές βλάβες οι οποίες οδηγούν στη δημιουργία πολυπόδων παχέος εντέρου και αργότερα στη δημιουργία καρκίνου. Στις περιπτώσεις σποραδικών πολυπόδων και καρκίνου (πολύποδες και καρκίνοι οι οποίοι αναπτύσσονται χωρίς την παρουσία οικογενειακού ιστορικού), οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες είναι επίκτητες (αναπτύσσονται σε ένα κύτταρο στη διάρκεια της ενηλίκου ζωής). Τα προβληματικά χρωμοσώματα μπορούν να βρεθούν μόνο στούς πολύποδες και στούς καρκίνους που αναπτύσσονται από αυτό το κύτταρο. Όμως στα κληρονομούμενα σύνδρομα καρκίνου, οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες κληρονομούνται κατά τη γέννηση και είναι παρούσες σε κάθε κύτταρο του σώματος.Οι ασθενείς που έχουν κληρονομικά σύνδρομα καρκίνου, βρίσκονται σε κίνδυνο να αναπτύξουν μεγάλο αριθμό πολυπόδων, συνήθως σε νεαρή ηλικία, και παρουσιάζουν πολύ υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο παχέος εντέρου νωρίς στη ζωή, ενώ επίσης είναι σε κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο και σε άλλα όργανα.
g. Η οικογενής πολυποδίαση είναι ένα σύνδρομο κληρονομούμενου καρκίνου παχέος εντέρου, στο οποίο τα μέλη της οικογένειας θα αναπτύξουν πολυάριθμους πολύποδες (εκατοντάδες, μερικές φορές χιλιάδες) και ξεκινάει συνήθως στην ηλικία της εφηβείας. Αν η κατάσταση αυτή δεν ανακαλυφθεί εγκαίρως και θεραπευτεί (η θεραπεία αφορά ολική αφαίρεση του παχέος εντέρου), τότε ένα τέτοιο άτομο είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα αναπτύξει καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού από αυτούς τους πολύποδες. Οι καρκίνοι σ' αυτά τα άτομα συνήθως αναπτύσσονται στη δεκαετία των 40. Αυτοί οι ασθενείς είναι επίσης σε υψηλό κίνδυνο να αναπτύξουν άλλα είδη καρκίνου όπως καρκίνο του θυρεοειδούς, του στομάχου, και της ληκύθου του Vater (το σημείο στο οποίο εκβάλλει η χολή από το συκώτι στο δωδεκαδάκτυλο).
h. Η ήπια μορφή οικογενούς πολυποδίασης είναι μία ελαφρότερη παραλλαγή της κλασικής οικογενούς πολυποδίασης. Τα άτομα που νοσούν αναπτύσσουν λιγότερο από 100 πολύποδες στο παχύ έντερο. Παρόλα αυτά συνεχίζουν να βρίσκονται σε υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου παχέος εντέρου σε νεαρή ηλικία. Επίσης παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να έχουν γαστρικούς ή δωδεκαδακτυλικούς πολύποδες.
i. Ο κληρονομικός μη πολυπογενής καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού είναι ένα σύνδρομο κληρονομούμενου καρκίνου παχέος εντέρου στο οποίο τα νοσούντα άτομα της οικογένειας αναπτύσσουν πολύποδες και καρκίνο, συνήθως στο δεξιό κόλον, σε νεαρές ηλικίες των 30 και των 40. Ορισμένοι απ' αυτούς τους ασθενείς είναι επίσης σε κίνδυνο να αναπτύξουν καρκίνο της μήτρας, του στομάχου, των ωοθηκών και καρκίνους των ουρητήρων (τα σωληνάκια τα οποία συνδέουν τους νεφρούς με την ουροδόχο κύστη), επίσης των χοληφόρων (τα σωληνάκια τα οποία αποχετεύουν τη χολή από το ήπαρ στο λεπτό έντερο).
5. Τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου του καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού όπως παχυσαρκία, έλλειψη φυσικής άσκησης, κάπνισμα, μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ, δίαιτα υψηλής περιεκτικότητας σε κόκκινα ή κατεργασμένα κρέατα και ανεπαρκής πρόσληψη φρούτων και λαχανικών
6. Η υψηλή περιεκτικότητα των τροφών σε λίπος, Πιστεύεται ότι τα προϊόντα αποδόμησης του λίπους παράγουν μέσα στο έντερο χημικά καρκινογόνα. Οι δίαιτες που είναι πλούσιες σε λαχανικά και σε φυτικές ίνες όπως το μαύρο ψωμί και τα δημητριακά μπορούν να απαλλάξουν το έντερο από αυτά τα καρκινογόνα και βοηθούν να μειωθεί ο κίνδυνος ανάπτυξης καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού.
7. κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ συνήθως συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού
8. το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού
9. η παρουσία πολυπόδων στο παχύ έντερο. Είναι γενικά αποδεκτό ότι οι περισσότεροι καρκίνοι στο παχύ έντερο αναπτύσσονται σε έδαφος πολυπόδων. Οι πολύποδες του παχέος εντέρου είναι συχνό φαινόμενο ιδίως όσο αυξάνεται η ηλικία και αποτελούν το καλόηθες στάδιο πριν την δημιουργία του καρκίνου Ένας στους τρεις (33% του πληθυσμού) μετά τα 50 έχει κάποιο πολύποδα και αυτό αυξάνεται σε 50% στην ηλικία των 70. Είναι πλέον γνωστό ότι από τους πολύποδες αυτούς κάποιος θα εξελιχθεί σε κακοήθεια, όμως η διαδικασία είναι αρκετά βραδεία ώστε να προλαβαίνουμε με την κολονοσκόπηση να τους ανακαλύπτουμε εγκαίρως και να τους αφαιρούμε. Υπολογίζεται ότι χρειάζονται 5-10 έτη για να εξελιχθεί ο πολύποδας σε καρκίνο οπότε ξεκινώντας την κολονοσκόπηση στην ηλικία των 45-50 ετών και επαναλαμβάνοντας ανά 5 έτη (όταν είναι φυσιολογική), προλαμβάνουμε τη νόσο και αποφεύγουμε την επέμβαση.
Το μέγεθος του πολύποδα, η μορφολογία και η σύσταση του επηρεάζουν την πιθανότητα ύπαρξης ή ανάπτυξης κακοήθειας. Γενικά πολύποδες μικρότεροι από 1 εκατοστό σπάνια κρύβουν κακοήθεια (1,5%), ενώ πάνω από 2 εκ το ποσοστό κακοήθειας είναι σχεδόν 50%. Όταν κατά την κολονοσκόπηση ανευρίσκεται πολύποδας αυτός θα πρέπει να αφαιρείται ριζικά εάν είναι δυνατό από τον γαστρεντερολόγο και να αποστέλλεται για βιοψία. Εφόσον δεν υπάρχει κακοήθεια στη βιοψία και η αφαίρεση είναι ολική δεν χρειάζεται περαιτέρω θεραπεία. Στην περίπτωση κακοήθειας συνιστάται παραπομπή για χειρουργική αντιμετώπιση και συχνά χρειάζεται ο γαστρεντερολόγος να σημειώσει με ειδική χρωστική το σημείο που βρισκόταν ο πολύποδας ώστε να μπορεί να το εντοπίσει ο χειρουργός κατά την επέμβαση. Πρέπει πάντα να γίνεται προσπάθεια να αφαιρείται ακέραιος ο πολύποδας και όχι σε κομμάτια. Γενικά ο γαστρεντερολόγος μπορεί να αφαιρέσει την μεγάλη πλειοψηφία των μικρών πολυπόδων και μόνο λίγες περιπτώσεις καταλήγουν στον χειρουργό είτε διότι δεν μπορεί να αφαιρεθεί ενδοσκοπικά (μεγάλο μέγεθος, δύσκολη θέση ή άλλοι τεχνικοί λόγοι) είτε γιατί στην βιοψία υπάρχει κακοήθεια ή υψηλόβαθμη δυσπλασία.Οι πολύποδες στο παχύ έντερο αναπτύσσονται όταν χρωμοσωμικές βλάβες παρουσιάζονται στα κύτταρα του βλεννογόνου του παχέος εντέρου και σαν αποτέλεσμα έχουμε την ανάπτυξη περίσσειας ιστού (πολύποδες). Οι εντερικοί πολύποδες αρχικά είναι καλοήθεις. Με τα χρόνια, οι καλοήθεις πολύποδες μπορούν να υποστούν πρόσθετες χρωμοσωμικές ανωμαλίες και να μεταλλαχθούν σε καρκινικούς. Με την κολονοσκόπηση μπορούμε να ανακαλύψουμε πολύποδες στο έντερο και να τους αφαιρέσουμε έγκαιρα πριν εξελιχθούν σε κακοήθεις.. Η εξέλιξη ενός πολύποδα σε καρκίνο χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα (από 5-10 έτη) και αυτό το χαρακτηριστικό είναι που μας δίνει το πλεονέκτημα της έγκαιρης διάγνωσης με κολονοσκόπηση ανά πενταετία.
Ο καρκίνος παχέος εντέρου και ορθού μπορεί να υπάρχει για αρκετά χρόνια πριν δώσει συμπτώματα. Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με το που εντοπίζεται μέσα στο παχύ έντερο, είναι πολυάριθμα και μη ειδικά. Εύκολη κόπωση, αδυναμία, αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου, διάρροια ή δυσκοιλιότητα, ερυθρό ή σκούρο αίμα στα κόπρανα, απώλεια βάρους, κοιλιακά άλγη, κωλικοί, φούσκωμα.
Οι καρκίνοι του δεξιού κόλου είναι συνήθως ασυμπτωματικοί και μπορεί να αναπτυχθούν σε μεγάλο μέγεθος πριν προκαλέσουν το οποιοδήποτε κοιλιακό σύμπτωμα. Τυπικά προκαλούν σιδηροπενική αναιμία λόγω σιωπηρής απώλειας αίματος στα κόπρανα στη διάρκεια αρκετών μηνών ή και ετών. Αντίθετα και καθώς το αριστερό κόλον είναι πιο στενό από το δεξιό κόλον, οι καρκίνοι του αριστερού κόλου είναι πιο επιρρεπείς στο να προκαλέσουν ατελή ή και πλήρη απόφραξη του εντέρου, δίνοντας συμπτώματα δυσκοιλιότητας, διάρροιας, κοιλιακού άλγους, κωλικών, και φουσκώματος. Το ζωηρό κόκκινο αίμα στα κόπρανα μπορεί επίσης να είναι ένδειξη ανάπτυξης καρκίνου κοντά στο τέλος του εντερικού σωλήνα ή στο ορθό.
Όταν υποψιαζόμαστε καρκίνο παχέος εντέρου και ορθού, πρέπει να γίνει βαριούχος υποκλυσμός ή κολονοσκόπηση για να επιβεβαιωθεί και να εντοπισθεί η θέση του όγκου.
Ο βαριούχος υποκλυσμός είναι μια σειρά ακτινογραφιών της κοιλιάς του ασθενούς μετά την πλήρωση του παχέος εντέρου με ένα λευκό υγρό το οποίο περιέχει σκιαγραφικό βάριο.
Η κολονοσκόπηση είναι μία διαδικασία κατά την οποία ο γιατρός εισάγει ένα εύκαμπτο ενδοσκόπιο διά μέσου του ορθού στο παχύ έντερο και ελέγχει μέσω μιας κάμερας το εσωτερικό ολοκλήρου του παχέος εντέρου. Η κολονοσκόπηση γενικά θεωρείται πιο ακριβής από τον βαριούχο υποκλυσμό, ιδιαιτέρως στη διάγνωση μικρών πολυπόδων. Εάν ανακαλυφθούν πολύποδες, τότε συνήθως αφαιρούνται δια μέσου του κολονοσκοπίου και στέλνονται για ιστολογική εξέταση. Μετά την ιστολογική επιβεβαίωση γίνονται εξετάσεις σταδιοποίησης για να καθοριστεί εάν ο καρκίνος έχει επεκταθεί σε άλλα όργανα. Καθώς ο καρκίνος του παχέος εντέρου έχει την τάση να μεθίσταται στο συκώτι ή στούς πνεύμονες, οι εξετάσεις σταδιοποίησης που γίνονται συνήθως είναι η ακτινογραφία θώρακος, το υπερηχογράφημα, η αξονική τομογραφία θώρακος και κοιλίας.
Μερικές φορές ο γιατρός παίρνει εξέταση αίματος για να ελέγξει το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο (CEA). Το καρκινοεμβρυϊκό αντιγόνο είναι μία ουσία η οποία παράγεται από μερικά καρκινικά κύτταρα.
Μερικές φορές βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα σε ασθενούς με καρκίνο παχέος εντέρου και του ορθού, ιδιαιτέρως εάν η νόσος είναι εκτεταμένη.
Ταξινόμηση Dukes
Το 1932, ο Cuthbert E. Dukes, παθολόγος στο Νοσοκομείο του Αγίου Μάρκου στην Αγγλία, εισήγαγε ένα σύστημα σταδιοποίησης για τον καρκίνο του ορθού. Το σύστημά του διαιρούσε την ταξινόμηση των όγκων σε τρία στάδια, ως εξής:
Το σύστημα αυτό τροποποιήθηκε από άλλους για να συμπεριλάβει τις υποδιαιρέσεις των σταδίων Β και C, ως εξής:
Το στάδιο Β διαιρέθηκε σε Β1 (δηλαδή διείσδυση όγκου στο στον ιδίως μυϊκό χιτώνα) και Β2 (δηλαδή διείσδυση όγκου διαμέσου του ιδίως μυϊκού χιτώνα).
Το στάδιο C διαιρέθηκε σε C1 (δηλαδή Ο όγκος που περιορίζεται στο τοίχωμα του ορθού με συμμετοχή λεμφαδένων) και το C2 (δηλαδή ο όγκος διεισδύει διαμέσου του τοιχώματος του ορθού με συμμετοχή λεμφαδένων).
Το στάδιο D προστέθηκε για να δείξει απομακρυσμένες μεταστάσεις
Η τρέχουσα ταξινόμηση TNM για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού έχει ως εξής:
Η σταδιοποίηση κατά ΤΝΜ είναι ένα παγκόσμιο σύστημα ταξινόμησης. Το ποσοστό 5ετούς επιβίωσης ανάλογα την ταξινόμηση κατά ΤΝΜ είναι ως εξής:
Το σημαντικότερο θεραπευτικό βήμα στην όλη θεραπεία είναι η ριζική και σωστή χειρουργική αντιμετώπιση. Κατά την επέμβαση μαζί με τον όγκο αφαιρείται και ένα τμήμα παχέος εντέρου και γίνεται και ο απαιτούμενος λεμφαδενικός καθαρισμός. Τα υγιή τμήματα του παχέος εντέρου επανασυνδέονται και αποκαθίσταται η συνέχεια του πεπτικού. Σε ασθενείς με καρκίνο ορθού πολύ χαμηλά προς τον πρωκτό μπορεί κατά περίπτωση να αφαιρεθεί και το ορθό εξ ολοκλήρου και να γίνει κολοστομία ( παρά φύση έδρα). Η μελλοντική πρόγνωση μετά από μία κολεκτομή εξαρτάται από το εάν ο καρκίνος την στιγμή της επέμβασης έχει επεκταθεί σε άλλα όργανα, έχει κάνει δηλαδή μεταστάσεις. Έτσι σε ασθενείς όπου ο καρκίνος είναι αρχόμενος, δεν διεισδύει βαθειά στο εντερικό τοίχωμα και βρίσκεται στα πρώιμα στάδια της νόσου (χωρίς μεταστάσεις), η χειρουργική επέμβαση είναι συνήθως η μόνη απαιτούμενη θεραπεία και η μακρά επιβίωση, ουσιαστικά η ίαση όπως λέμε, ξεπερνάει το 80%. Σε ασθενείς όμως που την στιγμή του χειρουργείου δεν εμφανίζουν απομακρυσμένες μεταστάσεις, έχουν όμως καρκίνο που διεισδύει βαθειά στο τοίχωμα του εντέρου ή έχει καταλάβει τους γειτονικούς λεμφαδένες, υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα για τοπική ή συστηματική επανεμφάνιση (υποτροπή) της νόσου και συστήνεται η συμπλήρωση της θεραπευτικής αντιμετώπισης με την προσθήκη χημειοθεραπείας.
Η ογκολογική προσέγγιση στην χειρουργική αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου απαιτεί ανατομική γνώση. Η αντιστοιχία της εντόπισης του όγκου σε συγκεκριμένο τμήμα του κόλου με το συνοδό τμήμα του μεσοκόλου που φέρει τους δυνητικά διηθημένους λεμφαδένες επιβάλει την συναφαίρεση του πάσχοντος τμήματος του κόλου που φέρει τον όγκο μαζί με το αντίστοιχο τμήμα του μεσόκολου ώστε τελικά να πληρούνται βασικοί κανόνες σχετικά με τα επαρκή και ελεύθερα διήθησης όρια εκτομής, τον επαρκή λεμφαδενικό καθαρισμό με συγκεκριμένο αριθμό λεμφαδένων και την μη ύπαρξη υπολειμματικής νόσου περιμετρικά του όγκου. Με αυτά τα κριτήρια μπορούμε να εκτιμήσουμε την επάρκεια της επέμβασης. Η ορθή ογκολογικά επέμβαση είναι που θα εξασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή επιβίωση στον ασθενή. Οι υπόλοιπες θεραπείες (χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία) αν και σημαντικές δεν μπορούν να διορθώσουν μια ανεπαρκή ογκολογικά εγχείρηση αλλά ούτε να επιτύχουν τα οφέλη της σωστής ογκολογικά επέμβασης.
Το ορθό όντας το τελικό άκρο του παχέος εντέρου και λόγω της ανατομικής του θέσης επιβάλει διαφορετικούς κανόνες στην αντιμετώπιση των όγκων που το προσβάλλουν. Τα ιδιαίτερα σημαντικά χαρακτηριστικά του ορθού συνοψίζονται στο ότι το μεσοορθό είναι για το ορθό ότι είναι το μεσόκολο για το κόλον (παχύ έντερο), όμως η αφαίρεση του τεχνικά είναι πιο απαιτητική διότι οι αποστάσεις από τα σημαντικά όργανα στην πύελο είναι πολύ μικρές. Το ορθό πρέπει να αφαιρείται μαζί με το μεσοορθό που το περιβάλλει διότι περιέχει όλους τους λεμφαδένες με τις πιθανές μεταστάσεις. Παράλληλα, το τέλος του ορθού βρίσκεται η περιοχή του πρωκτού που περιλαμβάνει και το πρωκτικό σφιγκτήρα. Τα τελευταία 5 εκ του ορθού είναι ιδιαίτερα κοντά στα νεύρα και εγκλωβισμένα σε πολύ στενό χώρο ανάμεσα στα οστά της λεκάνης, την ουροδόχο κύστη και τη μήτρα. Για όλους τους παραπάνω λόγους η αφαίρεση ενός όγκου στο ορθό είναι τόσο δυσχερέστερη όσο αυτός πλησιάζει στον σφιγκτήρα. Η «λύση» σε αυτό το πρόβλημα δόθηκε αρχικά με την επέμβαση της κοιλιοπερινεϊκής εκτομής που περιλαμβάνει και την αφαίρεση του σφιγκτήρα και την δημιουργία μόνιμης παρά φύση έδρας. Η σύγχρονη όμως τάση διεθνώς είναι η μείωση του αριθμού των επεμβάσεων αφαίρεσης του σφιγκτήρα, οι οποίες πλέον γίνονται μόνο όταν προσβάλλεται και αυτός από τον όγκο ή αν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ακράτειας οπότε σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται κοιλιοπερινεϊκή εκτομή και μόνιμη κολοστομία. Στις μέρες μας πλέον και για όγκους που βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από 5 εκ από τον σφιγκτήρα εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες ενδείξεις υπάρχει η τάση από χειρουργούς εξειδικευμένους στην χειρουργική παχέος εντέρου και ορθού να προχωρούν σε επεμβάσεις αφαίρεσης του όγκου με συντήρηση όμως του σφιγκτηριακού μηχανισμού και διατήρηση της φυσιολογικής λειτουργίας αποφεύγοντας την μόνιμη παρα φύση έδρα. Ο μεγάλος «μύθος» ότι ο ασθενής με καρκίνο του ορθού καταλήγει με μόνιμη παρά φύση έδρα πλέον έχει καταρριφθεί και αυτό είναι πολύ σημαντικό να το γνωρίζουν οι ασθενείς.
Ο προσδιορισμός του βέλτιστου θεραπευτικού πλάνου για έναν ασθενή με καρκίνο του ορθού συνεπάγεται μια πολύπλοκη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Πρέπει να δοθούν ισχυροί λόγοι για την πρόθεση της χειρουργικής επέμβασης, την πιθανή λειτουργική έκβαση και τη διατήρηση της πρωκτικής λειτουργικότητας και των ουρογεννητικών λειτουργιών. Ο χρόνος της χειρουργικής εκτομής εξαρτάται από το μέγεθος, τη θέση, την έκταση και την ποιότητα του ορθικού καρκίνου. Ο αριθμός των λεμφαδένων που απομακρύνθηκαν (12 ή περισσότεροι, ελάχιστο, 10) κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης επηρεάζει την ακρίβεια και την πρόγνωση σταδιοποίησης.
Το πρώτο βήμα περιλαμβάνει την επίτευξη θεραπείας, επειδή ο κίνδυνος υποτροπής της πυέλου είναι υψηλός σε ασθενείς με ορθικό καρκίνο και o τοπικά υποτροπιάζοντας καρκίνος του ορθού έχει κακή πρόγνωση. Η λειτουργική έκβαση των διαφορετικών τρόπων θεραπείας περιλαμβάνει την αποκατάσταση της λειτουργίας του εντέρου με αποδεκτή πρωκτική λειτουργία και τη διατήρηση των ουρογεννητικών λειτουργιών. Η διατήρηση της λειτουργίας του ορθού και του πρωκτού στη θεραπεία του καρκίνου του ορθού προτιμάται ιδιαίτερα από τους ασθενείς. Οι επεμβάσεις διατήρησης του σφιγκτήρα στον καρκίνο του ορθού θεωρούνται πλέον το πρότυπο φροντίδας.
Η τοπική διορθική εκτομή του καρκίνου του ορθού είναι αποκλειστικά για καρκίνο πρώιμου σταδίου σε μια επιλεγμένη ομάδα ασθενών. Οι αλλοιώσεις που έχουν ένδειξη για τοπική εκτομή είναι μικρές (<3 cm σε μέγεθος), καταλαμβάνοντας λιγότερο από το ένα τρίτο της περιφέρειας του ορθού, κατά προτίμηση εξωφυτικοί/πολυποειδείς, επιφανειακές και κινητές (βλάβες Τ1 και Τ2), χαμηλού βαθμού όγκοι(καλής ή μέτριας διαφοροποίησης) που βρίσκονται χαμηλά στο ορθό (εντός 8 cm από το πρωκτικό χείλος). Δεν θα πρέπει επίσης να υπάρχουν ορατές ή ακτινολογικές ενδείξεις διευρυμένων λεμφαδένων του μεσεντερίου. Η πιθανότητα εμπλοκής των λεμφαδένων σε αυτόν τον τύπο βλάβης κυμαίνεται από 0-12%.
Αυτή η μέθοδος ακτινοθεραπείας διαφέρει από τη θεραπεία ακτινοβολίας εξωτερικής δέσμης κατά το ότι μια μεγαλύτερη δόση ακτινοβολίας μπορεί να αποδωθεί σε μικρότερη περιοχή για μικρότερη περίοδο. Τα κριτήρια επιλογής για αυτή τη επέμβαση είναι παρόμοια με εκείνα για την διορθική εκτομή. Η βλάβη μπορεί να απέχει μέχρι 10 εκατοστά από το πρωκτικό άκρο και να μην είναι μεγαλύτερη από 3 εκατοστά. Η ενδοαυλική ακτινοβολία παρέχεται μέσω ειδικού ορθοσκοπίου και εκτελείται σε χειρουργείο με μέθη. Ο ασθενής μπορεί να πάρει εξιτήριο την ίδια ημέρα.
Η ενδοσκοπική μικροχειρουργική είναι μια άλλη μορφή τοπικής εκτομής που χρησιμοποιεί ένα ειδικό λειτουργικό ορθοσκόπιο που διαστέλλει το ορθό με εμφύσηση διοξείδιου του άνθρακα και επιτρέπει τη διέλευση των χειρουργικών εργαλείων. Αυτή η μέθοδος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βλάβες που βρίσκονται υψηλότερα στο ορθό και ακόμη και στο περιφερικό σιγμοειδές. Η διορθική ενδοσκοπική μικροχειρουργική δεν έχει εισέλθει σε ευρεία χρήση λόγω της σημαντικής καμπύλης εκμάθησης και της έλλειψης διαθεσιμότητας.
Οι επεμβάσεις αυτές πραγματοποιούνται με την παραδοσιακή ανοιχτή τεχνική. Όλες αυτές οι επεμβάσεις, εκτός από τους περινεϊκούς χρόνους, μπορούν επίσης να πραγματοποιηθούν χρησιμοποιώντας λαπαροσκοπικές τεχνικές, με εξαιρετικά αποτελέσματα. Η λαπαροσκοπική χειρουργική προσφέρει τα πλεονεκτήματα του ταχύτερου χρόνου αποκατάστασης και του λιγότερου πόνου σε σύγκριση με την ανοικτή χειρουργική επέμβαση.
Η ΧΠΕ γενικά εκτελείται για βλάβες στο μέσο και το ανώτερο τρίτο του ορθού και, περιστασιακά, για βλάβες στο κατώτερο τρίτο. Επειδή είναι μια σημαντική επέμβαση, οι ασθενείς που υποβάλλονται σε ΧΠΕ πρέπει να βρίσκονται σε καλή κατάσταση. Δεν πρέπει να έχουν προϋπάρχοντα προβλήματα του σφιγκτήρα ή ενδείξεις εκτεταμένης τοπικής νόσου στην πύελο. Οι ασθενείς δεν θα έχουν μόνιμη κολοστομία αλλά θα πρέπει να ενημερώνονται ότι μπορεί να είναι απαραίτητη μια προσωρινή κολοστομία ή ειλεοστομία. Πρέπει επίσης να είναι πρόθυμοι να δεχτούν την πιθανότητα ελαφρώς μικρότερης εγκράτειας μετά τη χειρουργική επέμβαση, αν και αυτό δεν είναι συνήθως ένα μείζον πρόβλημα.
Πολύ περιφερικοί καρκίνοι του ορθού που βρίσκονται ακριβώς πάνω από τον σφιγκτήρα, μπορούν να εξαιρεθούν χωρίς την ανάγκη μόνιμης κολοστομίας. Η επέμβαση είναι όμοια με την χαμηλή πρόσθια εκτομή με τη διαφορά ότι η εκτομή γίνεται κάτω από το επίπεδο του ανελκτήρα μυ του πρωκτού και δημιουργείται μια ευθεία κολοπρωκτική αναστόμωση. Τα λειτουργικά αποτελέσματα αυτής της επέμβασης είναι πτωχά σε ορισμένους ασθενείς, οι οποίοι εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα και επείγουσα για τουαλέτα, καθώς και κάποια ακράτεια στα κόπρανα. Μια εναλλακτική λύση για την ΚΠΑ είναι η δημιουργία ενός θύλακα J. Ο θύλακας δημιουργείται με την αναδίπλωση μιας έλικας του παχέος εντέρου σε σχήμα J.
Η ΚΠΕ πραγματοποιείται σε ασθενείς με καρκίνο στο κατώτερο τριτημόριο του ορθού. Η ΚΠΕ θα πρέπει να πραγματοποιείται σε ασθενείς με συμμετοχή των σφιγκτήρων, προϋπάρχουσα σημαντική δυσλειτουργία του σφιγκτήρα, ή πυελική ακινητοποίηση, και μερικές φορές είναι θέμα προτίμησης ασθενών. Κατά την επέμβαση αυτή δημιουργείται μόνιμη κολοστομία.
Η χημειοθεραπεία μειώνει τις υποτροπές των καρκίνων και βελτιώνει την επιβίωση των ασθενών. Χρησιμοποιεί φάρμακα ή μονοκλωνικών αντισωμάτων που σκοτώνουν τα καρκινικά κύτταρα.
Μετά από μία επέμβαση για καρκίνο παχέος εντέρου, μπορεί να παραμείνουν στον οργανισμό καρκινικά κύτταρα τα οποία έχουν φύγει από το έντερο αλλά δεν έχουν αναπτύξει εμφανείς μεταστάσεις. Τότε σύντομα μετά από το χειρουργείο πρέπει να ξεκινήσει προληπτική χημειοθεραπεία, η οποία θα σκοτώσει αυτά τα μικροσκοπικά καρκινικά κύτταρα. Αυτού του είδους η χημειοθεραπεία ονομάζεται συμπληρωματική.
Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει ότι στούς ασθενείς οι οποίοι υποβλήθηκαν σε συμπληρωματική χημειοθεραπεία μέσα σε διάστημα 5 εβδομάδων από την επέμβαση, υπήρχαν αυξημένα ποσοστά επιβίωσης και μειωμένα ποσοστά υποτροπής του όγκου. Το πιο συχνά χρησιμοποιούμενο φάρμακο στη χημειοθεραπεία για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του ορθού είναι η 5-φθοριοουρακίλη. Η χημειοθεραπεία γίνεται συνήθως στο νοσοκομείο και είτε χρειάζεται νοσηλεία του ασθενούς είτε μπορεί να γίνει με παραμονή λίγων ωρών στο θάλαμο βραχείας νοσηλείας. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου χρησιμοποιούμε σκευάσματα χημειοθεραπείας και στο σπίτι με από του στόματος λήψη. Συνήθως ακολουθούνται κύκλοι χημειοθεραπειών, οι οποίοι διακόπτονται από ενδιάμεσα διαστήματα ανάρρωσης.
Οι παρενέργειες της χημειοθεραπείας ποικίλουν από ασθενή σε ασθενή και σχετίζονται με τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται. Τα σύγχρονα χημειοθεραπευτικά σκευάσματα είναι συνήθως καλώς ανεκτά και οι παρενέργειες είναι εύκολα αντιμετωπίσιμες. Σε γενικές γραμμές, τα αντικαρκινικά σκευάσματα καταστρέφουν κύτταρα τα οποία πολλαπλασιάζονται και διαιρούνται ταχύτατα. Για το λόγο αυτό από τη χημειοθεραπεία επηρεάζονται εκτός των καρκινικών κυττάρων και τα κύτταρα του αίματος και κάποια άλλα. Οι πιο συχνές παρενέργειες είναι η αναιμία, η αδυναμία, οι εύκολοι μωλωπισμοί του δέρματος, και η χαμηλή αντίσταση του ανοσοποιητικού συστήματος. Επίσης τα κύτταρα των θυλάκων των τριχών και του βλεννογόνου του εντέρου πολλαπλασιάζονται ταχύτατα και επηρρεάζονται εύκολα από τα χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Γι’ αυτό η χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσει απώλεια των μαλλιών, έλκη στην στοματική κοιλότητα, ναυτία, εμέτους και διάρροιες.
Η ακτινοθεραπεία στην αντιμετώπιση του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού, έχει θέση μόνο στην περίπτωση του καρκίνου στο ορθό. Έχει βρεθεί ότι η προεγχειρητική ή μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία στο ορθό, μειώνει σημαντικά την πιθανότητα τοπικών υποτροπών της νόσου. Η πιθανότητα τοπικής υποτροπής στον καρκίνο του ορθού χωρίς ακτινοθεραπεία, φτάνει μέχρι και 50% μετά το χειρουργείο. Με την ακτινοθεραπεία αυτό το ποσοστό μειώνεται στο 7%.
Οι παρενέργειες της ακτινοθεραπείας είναι η καταβολή, η προσωρινή ή μόνιμη απώλεια των τριχών της περιοχής και η ακτινική δερματίτιδα.
Η εκλεκτική χημειοθεραπεία του ήπατος σε περιπτώσεις ηπατικών μεταστάσεων είναι μιά άλλη μέθοδος που χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση προχωρημένων μεταστατικών καρκίνων στο ήπαρ. Σ΄αυτή την περίπτωση τοποθετείται μια αντλία στην αρτηρία που αιματώνει το ήπαρ, την ηπατική αρτηρία, και εγχέεται χημειοθεραπευτικό κατ΄ευθείαν στο όργανο στόχος, χωρίς το φάρμακο να περνάει από την συστηματική κυκλοφορία και να δημιουργεί σοβαρές παρενέργειες. Τα ποσοστά ανταπόκρισης σ΄αυτές τις μορφές θεραπείας μπορεί να φτάνουν και το 80%.
Η χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων εναντίον καρκινικών κυττάρων είναι μια άλλη σύγχρονη μορφή θεραπείας, η οποία βγαίνει σιγά σιγά από το πειραματικό στάδιο και εφαρμόζεται στην κλινική πράξη. Τα αντισώματα αυτά φέρουν πάνω τους χημειοθεραπευτικά μόρια, προσκολλώνται στα καρκινικά κύτταρα εκλεκτικά και τα καταστρέφουν.
Άλλες μορφές ανοσοθεραπείας στοχεύουν στο να ενδυναμώσουν την ανοσολογική αντίδραση του ίδιου του οργανισμού εναντίον των καρκινικών κυττάρων.
Η χρήση του laser βοηθάει στις περιπτώσεις μεγάλων καρκινικών όγκων που προκαλούν απόφραξη του παχέος εντέρου ή αιμορραγία, σε ασθενείς που έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας και δεν μπορούν να χειρουργηθούν.
Η φωτοδυναμική θεραπεία είναι μια σύγχρονη επίσης μέθοδος, με την οποία τα καρκινικά κύτταρα προσλαμβάνουν μια φωτοευαίσθητη ουσία, η οποία διεγείρεται με μία πηγή φωτός οδηγώντας τα κύτταρα που την περιέχουν σε καταστροφή.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου έχει καλή πρόγνωση αν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και σωστά και μπορούμε να πετύχουμε πολύ υψηλά ποσοστά ίασης στα αρχικά στάδια. Δυστυχώς ο καρκίνος του παχέος εντέρου μπορεί να εξελιχθεί αρκετά χωρίς να δώσει συμπτώματα. Η καλύτερη πρόληψή του είναι η έγκαιρη διάγνωση και αφαίρεση των προκαρκινικών πολυπόδων πριν αυτοί εξελιχθούν σε καρκινωματώδεις. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου έχει αναπτυχθεί καρκίνος, η έγκαιρη διάγνωση αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες ίασης με την αφαίρεση του όγκου πριν αυτός επεκταθεί σε άλλα όργανα. Πολλές οργανώσεις υγείας διεθνώς έχουν προτείνει κατευθυντήριες οδηγίες για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου και του ορθού:
Δακτυλική εξέταση ορθού και εξέταση κοπράνων και εξέταση κοπράνων για αίμα (occult test). Σιγμοειδοσκόπηση και ολική κολονοσκόπηση Από την ηλικία των 50 πρέπει να γίνεται προληπτικά μία σιγμοειδοσκόπηση και να επαναλαμβάνεται κάθε 3-5 χρόνια. Γενετικός έλεγχος και καθοδήγηση Σήμερα υπάρχουν εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις διάγνωσης για τα κληρονομικά σύνδρομα καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού (FAP, AFAP, MYH, HNPCC). Είναι γενικότερη παραδοχή ότι οι διαιτητικές συνήθειες έχουν σχέση με την ανάπτυξη του καρκίνου του παχέος εντέρου και ορθού. Η καλύτερη διατροφή είναι αυτή που περιέχει άφθονες φυτικές ίνες και χαμηλά λιπαρά.
Το κατά προσέγγιση ποσοστό 5-ετούς επιβίωσης για τους ασθενείς με ορθοκολικό καρκίνο στις Ηνωμένες Πολιτείες (συμπεριλαμβανομένων όλων των σταδίων) είναι 65%. Η επιβίωση σχετίζεται αντιστρόφως με το στάδιο: τα ποσοστά 5-ετούς επιβίωσης κατά προσέγγιση είναι 95% για τους ασθενείς με νόσο του σταδίου Ι, 60% για τους ασθενείς με στάδιο III και 10% για τους ασθενείς με μεταστατική νόσο σταδίου IV.
Στο προχωρημένο στάδιο με περιτοναϊκή νόσο, τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η επέμβαση κυτταρομείωσης (CRS) σε συνδυασμό με υπέρθερμη ενδοπεριτοναϊκή διεγχειρητική χημειοθεραπεία (HIPEC). H επέμβαση αυτή είναι ιδιαίτερα απαιτητική, απαιτεί εξειδικευμένη χειρουργική ομάδα, και νοσηλευτικό ίδρυμα το οποίο μπορεί να υποστηρίξει την περιεγχειρητική διαχείριση των ασθενών αυτών. Η επιλογή των ασθενών που θα υποβληθούν σε επέμβαση κυτταρομείωσης και HIPEC γίνεται από την εξειδικευμένη χειρουργική ομάδα με βάση συγκεκριμένα διεθνή κριτήρια επιλογής.